Κασταμουνιάζω: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κασταμουνιάζω |etymologia= |simasiologia= γίνομαι ασθενικός, αδύναμος λόγω λίγης τροφής...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Κασταμουνιάζω  
   |acronym= Κασταμουνιάζω  
   |etymologia=  
   |etymology_gr=  
   |simasiologia= γίνομαι ασθενικός, αδύναμος λόγω λίγης τροφής από δίαιτα ή στέρηση
   |semantics_gr= γίνομαι ασθενικός, αδύναμος λόγω λίγης τροφής από δίαιτα ή στέρηση
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}


3,467

edits