3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μονοδίκλητος (ο) |etymologia=από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου» |s...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Μονοδίκλητος (ο) | |acronym= Μονοδίκλητος (ο) | ||
| | |etymology_gr=από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου» | ||
| | |semantics_gr= αυτός που έχει επίμονα το βλέμμα του σε μια ορισμένη κατεύθυνση, λόγω κάποιας αρρώστιας ( ψυχολογικής κ.λπ) ή διότι αναμένει κάτι με ανυπομονησία | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits