Χασκάσι: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
Eleni Krekou (talk | contribs)  (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Χασκάσι (το)   |etymologia=από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με αν...')  | 
				m (Greeklish variables name replaced)  | 
				||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη  | {{Λέξη  | ||
   |acronym= Χασκάσι (το)  |    |acronym= Χασκάσι (το)  | ||
   |  |    |etymology_gr=από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με ανοικτό στόμα σαν αποκοιμισμένος)  | ||
   |  |    |semantics_gr= παπαρούνα, όπιο  | ||
   |  |    |priority_gr=  | ||
}}  | }}  | ||
Revision as of 16:17, 18 January 2024
| Χασκάσι (το) | 
|---|
Ετυμολογία
από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με ανοικτό στόμα σαν αποκοιμισμένος)
Σημασιολογία
παπαρούνα, όπιο
Παραδείγματα
Το δίναν στα βρέφη για να κοιμούνται και να αφήνουν τις μητέρες τους να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις