Ποκλωνίζω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
m (Greeklish variables name replaced)
 
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ποκλωνίζω  
   |acronym= Ποκλωνίζω  
   |etymology_gr=από το αρχ. «αποκλωνέω»= ταράζω
   |etymology=από το αρχ. «αποκλωνέω»= ταράζω
   |semantics_gr=εξαντλούμαι, ταλαντεύομαι και χάνω τις δυνάμεις μου
   |semantics=εξαντλούμαι, ταλαντεύομαι και χάνω τις δυνάμεις μου
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:53, 22 January 2024

Ποκλωνίζω
Ετυμολογία από το αρχ. «αποκλωνέω»= ταράζω
Σημασιολογία εξαντλούμαι, ταλαντεύομαι και χάνω τις δυνάμεις μου




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το αρχ. «αποκλωνέω»= ταράζω

Σημασιολογία

εξαντλούμαι, ταλαντεύομαι και χάνω τις δυνάμεις μου

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις