Τράπαλος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
m (Greeklish variables name replaced) |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Τράπαλος (ο) | |acronym=Τράπαλος (ο) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= αυτός που έγκαιρα αναπτύσσεται σωματικά | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Latest revision as of 15:59, 22 January 2024
Τράπαλος (ο) | |
---|---|
Σημασιολογία | αυτός που έγκαιρα αναπτύσσεται σωματικά |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αυτός που έγκαιρα αναπτύσσεται σωματικά
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Τραπαλιάζω = αναπτύσσομαι, γίνομαι δυνατός, μυώδης
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις