Φάουσα: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary  | 
				Eleni Krekou (talk | contribs)  No edit summary  | 
				||
| Line 5: | Line 5: | ||
   κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα  |    κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα  | ||
   |proelefsi=  |    |proelefsi=  | ||
}}  | |||
__TOC__  | __TOC__  | ||
Revision as of 07:21, 15 May 2018
| Φάουσα (η) | 
|---|
Ετυμολογία
από το «φάγουσα» (φάγωσσα), δηλ. η ασθένεια που κατατρώγει
Σημασιολογία
φαγαίδενα, έλκος, καρκίνος (επιθηλιακό καρκίνωμα), ή και αδενική πανώλης, σαρκοφάγο έλκος που οφειλόταν ή σε καρκίνο ή σε τύπο του έρπητα ή σε σύφιλη ή σε κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα
Παραδείγματα
Φάουσα να βκάλεις!
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού
Συγγενικές Λέξεις
Φαουσιάζω (καταβροχθίζω με λαιμαργία), το φαούσιασμαν, ο φαουσιάρης
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου