Αβανιά

Revision as of 15:02, 18 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)


Κατηγορία:Λέξεις

Αβανιά



Ετυμολογία

Από το ιταλικό avania (=ζημιά).

Από το τούρκικο avan (=δόλιος).

Από το αραβικό havan (=προσβολή).

Σημασιολογία

Συκοφαντία

Παραδείγματα

Του έβγαλαν "αβανιά" ότι είναι χαρτοπαίκτης.

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θηλυκού

Συγγενικές Λέξεις

Αβάνης, αβανιάρης

Συνώνυμα

Διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία

Πηγές

  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου