Λλιοψυσ̌ιά

From Digital Cyprus
Revision as of 16:02, 18 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)
Jump to navigation Jump to search
Λλιοψυσ̌ιά (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «λίγος + ψυχή».

Σημασιολογία

αρχή λιποθυμίας, στενοχωρία

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Λλιοψυχώ (λλιοψυσ̌ιώ) = χάννω το θάρρος μου, δεν αισθάνομαι καλά

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις