Τταππορόκωλος

Revision as of 12:55, 14 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τταππορόκωλος (ο) |etymologia= από το «ττάππος» δηλ κοντός, και το Ρόκωλος |simasiologia=...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Τταππορόκωλος (ο)



Ετυμολογία

από το «ττάππος» δηλ κοντός, και το Ρόκωλος

Σημασιολογία

ο πολύ κοντός, μικροκαμωμένος, υπερβολικά χαμηλός

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις