Αντεροκόφκω

Revision as of 20:39, 19 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αντεροκόφκω |etymologia= |simasiologia= κόβω τον ομφάλιο λώρο κατά τη γέννα |proelefsi= }} __TOC_...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Αντεροκόφκω



Ετυμολογία

Σημασιολογία

κόβω τον ομφάλιο λώρο κατά τη γέννα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αρφαλοκόφκω

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις