Test
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
| Αβκολιά (η) | 
|---|
Ετυμολογία
Από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού).
Σημασιολογία
Είναι το χαντάκι στα χωράφια που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση τoυ περίσσιου νερού της βροχής.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού
Συγγενικές Λέξεις
- Αβκολιάζω
Συνώνυμα
Πηγές
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου