Αβάττα
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
| Αβάττα (η) | 
|---|
Ετυμολογία
Από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος) Από το ιταλικό avanti (εμπρός)
Σημασιολογία
Φαγοπότι σε βάρος αλλού
Παραδείγματα
Δεν αγοράζει ποτε τσιγάρα αλλά πάντα καπνίζει η "αβάττα".
Μέρος του Λόγου
Επίρρημα
Συγγενικές Λέξεις
- Αβάττατζης
Συνώνυμα
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου