Ακεστότιμος
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
| Ακεστότιμος (ο) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο θεραπευτής
Παραδείγματα
«ακέομαι» θεραπεύω, ιατρεύω.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου