Ανήμπλεπος

From Digital Cyprus
Revision as of 19:41, 15 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανήμπλεπος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο τυφλός |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το «αμ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Ανήμπλεπος (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «αμπλέπω»= βλέπω

Σημασιολογία

ο τυφλός,

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις