Άπαννον
Jump to navigation
Jump to search
Άπαννον (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το αχρησιμοποίητο (καινούργιο) δοχείο για γητειές.
Παραδείγματα
«Βάλε νερόν σε κούππαν άπαννην τζ̌αι άηστο έξω τρεις νύκτες να το δουν τα άστρη, τζ̌αι δως του να πίννει»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις