Αγγαστρώνω

Revision as of 15:33, 18 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)


Κατηγορία:Λέξεις

Αγγαστρώνω



Ετυμολογία

εγγαστρώνω < ελληνιστική κοινή ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)

Σημασιολογία

Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο.


Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές