Αβκάζω

Revision as of 15:32, 22 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Αβκάζω
Ετυμολογία Φουσκώνω
Σημασιολογία Για τα χωράφια όταν φουσκώνουν και βγάζουν νερό.



Ετυμολογία

Βρυάζω (φουσκώνω, βρίθω).

Σημασιολογία

Για τα χωράφια όταν φουσκώνουν και βγάζουν νερό

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ρήμα

Συγγενικές Λέξεις

  • ΄Αβκασμαν (το νερό που αναδίδει το αβκαρισμένον χωράφι)

Συνώνυμα

Πηγές

  • =="Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου