Αγγαστρώνω

Revision as of 15:34, 22 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Αγγαστρώνω
Ετυμολογία ἐν- + γαστήρ
Σημασιολογία Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
Προέλευση Μεσαιωνική ελληνική



Ετυμολογία

εγγαστρώνω < ελληνιστική κοινή ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)

Σημασιολογία

Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο.


Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές