Αβάττα

Revision as of 09:52, 18 September 2014 by KonstantinosEkko (talk | contribs)

Template:Word

Ετυμολογία

από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος), από το ιταλικό avanti (εμπρός)

Σημασιολογία

φαγοπότι σε βάρος αλλού

Παραδείγματα

Δεν αγοραζει ποτε τσιγαρα ,παντα καπνιζει ,αβάττα.

Μέρος του Λόγου

Επίρρημα

Συγγενικές Λέξεις

  • αβάττατζης

Συνώνυμα