Φάουσα

Revision as of 11:28, 28 November 2014 by Louiza (talk | contribs)


Κατηγορία:Λέξεις

Φάουσα (η)



Ετυμολογία

Από το αρχαίο φάγουσα

Σημασιολογία

Ο καρκίνος,ασθένεια/ χρησιμοποείται και ως κατάρα

Παραδείγματα

Φάουσα να βκάλεις!

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θηλυκού

Συγγενικές Λέξεις

Φαουσιάζω (καταβροχθίζω με λαιμαργία), το φαούσιασμαν, ο φαουσιάρης

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου