Αγγαστρώνω

Revision as of 07:18, 26 November 2017 by Admin (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αγγαστρώνω |etymologia=ἐν- + γαστήρ |simasiologia= Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο |proelefsi=Μεσαι...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Αγγαστρώνω



Ετυμολογία

εγγαστρώνω < ελληνιστική κοινή ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)

Σημασιολογία

Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο.


Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές