Αγγαστρώνω

Revision as of 07:19, 26 November 2017 by Admin (talk | contribs)


Κατηγορία:Λέξεις

Αγγαστρώνω



Ετυμολογία

εγγαστρώνω < ελληνιστική κοινή ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)

Σημασιολογία

Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο.


Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές