Άλλεται

Revision as of 18:51, 5 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άλλεται |etymologia= |simasiologia= τρέμει το μάτι (το βλέφαρο). |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Άλλεται



Ετυμολογία

Από το αρχ. «άλλομαι»= χοροπηδώ.

Σημασιολογία

τρέμει το μάτι (το βλέφαρο).

Παραδείγματα

Άλλεται τ’αμμάτιν.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις