Αμπλάστρι

Revision as of 21:29, 8 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμπλάστρι (το) |etymologia= |simasiologia= έμπλαστρον, θεραπευτικό επίθεμα |proelefsi= }} __TOC__...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Αμπλάστρι (το)



Ετυμολογία

από το αρχ. «εμπλάσσω» =αλείφω το σώμα.

Σημασιολογία

έμπλαστρον, θεραπευτικό επίθεμα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις