Αναουλιατός
| Αναουλιατός (ο) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
τάση προς εμετόν, ναυτία.
Παραδείγματα
«Εις μίαν κούππαν γεμάτην νερόν κρύον, βάλε ολίγον μαραθόσπορον και πίετο και παύει η αναγούλιασις», φρ. (Μητροφάνους Ιατροσοφικόν).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
αναούλα (η)
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις