Αναρκοδοντού

Revision as of 19:28, 15 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναρκοδοντού (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα με αραιά δόντια, μπορούσε να προκαλέσ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Αναρκοδοντού (η)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

γυναίκα με αραιά δόντια, μπορούσε να προκαλέσει και να θεραπεύσει αρρώστιες.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις