Ασωμιά

Revision as of 20:18, 23 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ασωμιά (η) |etymologia= |simasiologia= η αδυναμία των χεριών ή ποδιών |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμο...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Ασωμιά (η)



Ετυμολογία

από το «α-σώμα»

Σημασιολογία

η αδυναμία των χεριών ή ποδιών

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις