Αφτονισμένος

Revision as of 20:38, 23 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αφτονισμένος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που πάσχει από «φτόνον», δηλαδή τον έχο...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Αφτονισμένος (ο)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που πάσχει από «φτόνον», δηλαδή τον έχουν ματιάσει (βασκανιάσει).

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις