Βενετόμματος

Revision as of 18:54, 29 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βενετόμματος, (ο) |etymologia= |simasiologia= ο γαλανομμάτης |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== α...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Βενετόμματος, (ο)



Ετυμολογία

από το «βένετος» (<λατ. venetus) = γαλανός.

Σημασιολογία

ο γαλανομμάτης

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις