Βεντούζα

Revision as of 18:57, 29 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βεντούζα, (η) |etymologia= |simasiologia= γυάλινο δοχείο, από το οποίο αφαιρείται ο αέρας μ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Βεντούζα, (η)



Ετυμολογία

Στα αρχαία = σικύα.

Σημασιολογία

γυάλινο δοχείο, από το οποίο αφαιρείται ο αέρας με φλόγα και μετά τοποθετείται στο δέρμα, για πολλές αρρώστιες.

Παραδείγματα

Βεντούζες κοφτές (σ̌ιστές) είναι η τοποθέτηση βεντούζων σε μέρη του σώματος τα οποία έχουν προηγουμένως χαρακτεί με λεπίδα, ώστε να γίνει αφαίμαξη.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις