Βουάρα

Revision as of 19:26, 1 April 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βουάρα, (η) |etymologia= |simasiologia= η ξύλινη γούρνα που έλουζαν το νεογέννητο |proelefsi= }}...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Βουάρα, (η)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

η ξύλινη γούρνα που έλουζαν το νεογέννητο

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

θερμόλουμαν

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις