Βράζω

Revision as of 20:15, 1 April 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βράζω |etymologia= |simasiologia= έχω πυρετό ( κυρίως από ελονοσία) |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Βράζω



Ετυμολογία

Σημασιολογία

έχω πυρετό ( κυρίως από ελονοσία)

Παραδείγματα

«Πες Βρα - να βράσεις τζ̌αι να μεν ποκρυάνεις», φρ. (να έχεις συνεχή πυρετό). Κυπριακή Αντιλαβή.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

βράστη= ο πυρετός.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις