Καρούτζ̌ιν

Revision as of 11:57, 2 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρούτζ̌ιν (το) |etymologia= από το «καρουκάς» και το Τουρκ. Karuk (μούδιασμα) |simasiologia=...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Καρούτζ̌ιν (το)



Ετυμολογία

από το «καρουκάς» και το Τουρκ. Karuk (μούδιασμα)

Σημασιολογία

το ατροφικό, ακίνητο και συμμαζεμένο σώμα, μετά από μακρά περίοδο ακινησίας

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις