Μουννόπαννον

Revision as of 10:03, 4 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Μουννόπαννον (το) |etymologia= |simasiologia= μικρό πανί το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γυναί...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Μουννόπαννον (το)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

μικρό πανί το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να προφυλακτούν από το αίμα όταν είχαν τα έμμηνά τους

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις