Ποντικόλαον

Revision as of 09:35, 10 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ποντικόλαον (το) |etymologia= |simasiologia= φάρμακο για πόνους, το έκαναν με ελαιόλαδο στ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Ποντικόλαον (το)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

φάρμακο για πόνους, το έκαναν με ελαιόλαδο στο οποίο βάζαν νεογνά ποντικού και το διατηρούσαν για κάθε περίπτωση πόνου.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις