Σισκάς

Revision as of 14:19, 11 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σισκάς (ο) |etymologia=από το σίσκος= νάνος, ο μη αύξων ή και από το Βυζαντινό «σισκάς»...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Σισκάς (ο)



Ετυμολογία

από το σίσκος= νάνος, ο μη αύξων ή και από το Βυζαντινό «σισκάς» = αδύνατος

Σημασιολογία

αυτός που έχει ελλιπή σωματική ανάπτυξη

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«σίσκος»= ο κοντόχοντρος

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις