3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μερσίνιασμαν (το) |etymologia= |simasiologia= μερσίνι κοπανισμένο σε λάδι ή μόνο σε πούδρ...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Μερσίνιασμαν (το) | |acronym= Μερσίνιασμαν (το) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= μερσίνι κοπανισμένο σε λάδι ή μόνο σε πούδρα, για σύγκαμα του μωρού και για αποσμητικό/αντισηπτικό | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits