3,467
edits
Constantina (talk | contribs) No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
| (6 intermediate revisions by 4 users not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{Λέξη | ||
|acronym= Σπαρκώνω | |acronym= Σπαρκώνω | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= Οι γεμάτοι μαστοί των αιγοπροβάτων από γάλα ή η αίσθηση οργασμού | ||
|origin=Αρχαία ελληνικά, από το ρήμα σπαργάω (=μαστοί έτοιμοι να εκραγούν από το γάλα) | |||
}} | }} | ||
==Ετυμολογία== | |||
Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα σπαργάω. | |||
==Σημασιολογία== | |||
Είναι γεμάτοι μαστοί των αιγοπροβάτων από γάλα ενώ στον άνθρωπο πρόκειται για την αίσθηση οργασμού. | |||
==Παραδείγματα== | |||
==Μέρος του Λόγου== | |||
Ρήμα | |||
==Συγγενικές Λέξεις== | |||
==Συνώνυμα== | |||
==Πηγές== | |||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | |||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | |||
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337). | |||
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | |||
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] | |||
edits