Καταστάμενος: Difference between revisions

Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καταστάμενος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο μεσήλικας/ηλικιωμένος, επίσης και «ψημένος...'
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καταστάμενος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο μεσήλικας/ηλικιωμένος, επίσης και «ψημένος...')
(No difference)
1,384

edits