3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πίζιλη (η) |etymologia=απο το ιωνικό «ιλλός» δηλ. οφθαλμός ή από το γαλλικό «besicle» |si...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Πίζιλη (η) | |acronym= Πίζιλη (η) | ||
| | |etymology=απο το ιωνικό «ιλλός» δηλ. οφθαλμός ή από το γαλλικό «besicle» | ||
| | |semantics= πτερύγιον ή και κοκκίνισμα οφθαλμού | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Line 15: | Line 15: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
«Το πολλύν γινάτιν κάμνουν πιζίλην τ' αμμάθκια σου», φρ. = Το να επιμένεις συνέχεια σε κάτι θα σε κάμει να αρρωστήσεις | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
edits