Τουμπομέτωπος: Difference between revisions

Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τουμπομέτωπος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει εξογκωμένο, φουσκωμένο μέτωπο...'
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τουμπομέτωπος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει εξογκωμένο, φουσκωμένο μέτωπο...')
(No difference)
1,384

edits