1,384
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πίζιλη (η) |etymologia=απο το ιωνικό «ιλλός» δηλ. οφθαλμός ή από το γαλλικό «besicle» |si...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
«Το πολλύν γινάτιν κάμνουν πιζίλην τ' αμμάθκια σου», φρ. = Το να επιμένεις συνέχεια σε κάτι θα σε κάμει να αρρωστήσεις | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
edits