1,384
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πομορίζω |etymologia= από το «μόρισμα» |simasiologia= ξεζαλίζομαι, ξεναρκώνομαι, απαλλαγ...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
==Συγγενικές Λέξεις== | ==Συγγενικές Λέξεις== | ||
Μόρος (o) = θάνατος | |||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== |
edits