Πίζιλη

Revision as of 16:08, 18 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)


Κατηγορία:Λέξεις

Πίζιλη (η)



Ετυμολογία

απο το ιωνικό «ιλλός» δηλ. οφθαλμός ή από το γαλλικό «besicle»

Σημασιολογία

πτερύγιον ή και κοκκίνισμα οφθαλμού

Παραδείγματα

«Το πολλύν γινάτιν κάμνουν πιζίλην τ' αμμάθκια σου», φρ. = Το να επιμένεις συνέχεια σε κάτι θα σε κάμει να αρρωστήσεις

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις