Κολλώ

Revision as of 15:45, 22 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Κολλώ
Σημασιολογία παίρνω ασθένεια από άλλο, άλλος άρρωστος μου μεταδίδει ασθένεια



Ετυμολογία

Σημασιολογία

παίρνω ασθένεια από άλλο, άλλος άρρωστος μου μεταδίδει ασθένεια

Παραδείγματα

«Εκόλλησα πούνταν που τον γείτον μου». «Πόφευκε που τον νευρικόν γιατί κολλάς τζ̌αι σούνι» = απόφευγε τον νευρικό (εκείνον που έχει άγχος, ανησυχία) διότι θα το πάθεις και εσύ (Παύλος Λιασίδης).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις