Απίδι
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
Ετυμολογία
απίδι > από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον
Σημασιολογία
απίδι > ο καρπός της απιδιάς, ή κοινώς: αχλάδι
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους ουδετέρου
Συγγενικές Λέξεις
- απιδιά
Συνώνυμα
- αχλάδι