Ανημπορεύκουμαι

From Digital Cyprus
Revision as of 19:43, 15 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανημπορεύκουμαι |etymologia= |simasiologia= γίνομαι σωματικά ανίκανος λόγω τυφλότητας,...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Ανημπορεύκουμαι




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Από το «ανήμπορος» = σωματικά ανίκανος.

Σημασιολογία

γίνομαι σωματικά ανίκανος λόγω τυφλότητας, χωλότητας ή γήρατος.

Παραδείγματα

«Εγέρασα τζ̌αι ανημπορεύτηκα πκιον»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«ανημπορκά», η = η ασθένεια, αδυναμία.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις