Γιλαντζ̌ίκκιν

Revision as of 20:47, 24 April 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γιλαντζ̌ίκκιν (το) |etymologia= |simasiologia= το ερυσίπελας (=λοίμωξη του δέρματος και τω...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Γιλαντζ̌ίκκιν (το)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

το ερυσίπελας (=λοίμωξη του δέρματος και των ιστών)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

ανεμοπύρωμαν

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις