Καττοβύζα

Revision as of 13:08, 2 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καττοβύζα (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα με πολύ μικρό στήθος, με μαστό μικρό όπω...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Καττοβύζα (η)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

γυναίκα με πολύ μικρό στήθος, με μαστό μικρό όπως της γάτας

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις