Καψίδιν

Revision as of 07:35, 3 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καψίδιν (το) |etymologia= |simasiologia= ασθένεια των ματιών, όταν τα μάτια φαίνοναι καυμέν...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Καψίδιν (το)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

ασθένεια των ματιών, όταν τα μάτια φαίνοναι καυμένα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Καψιδκιάρης = αυτός που έχει καψίδιν

Συνώνυμα

καψίδκιασμαν

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις